ρεματιά

ρεματιά
[рэматьа] ουσ. Θ. высохшее русло, овраг,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρεματιά" в других словарях:

  • ρεματιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. * * * η, Ν χαράδρα, κοίτη χειμάρρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρέμα, ατός + κατάλ. ιά (πρβλ. ποταμ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ρεματιά — η κοίτη χειμάρρου, χαράδρα: Στις ρεματιές τα δέντρα δεν προκόβουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen …   Deutsch Wikipedia

  • Idioma grecocalabrés — grecocalabrés Κατωιταλιώτιικα/kato italiótika Hablado en  Italia Región Calabria Hablantes • Nativos: • Otros …   Wikipedia Español

  • ακρορεματιά — η άκρη ρεματιάς, χαράδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ρεματιά] …   Dictionary of Greek

  • εκάτη — I Θεότητα, η οποία, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν κόρη του τιτάνα Περσέα και της Αστερίας, αδελφής της Λητούς. Είχε υπό την προστασία της κάθε είδους δραστηριότητα και την επικαλούνταν οι λεχώνες, ενώ της προσέφεραν δείπνα (Ε. δείπνα) έξω από τις …   Dictionary of Greek

  • κατηφορίζω — (Μ κατηφορίζω) [κατήφορος] 1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά») 2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο μσν. μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ρέμα — το, Ν 1. το ρεύμα, η κοίτη χειμάρρου 2. χαράδρα, ρεματιά 3. φρ. α) «τον πήρε το ρέμα» καταστράφηκε οικονομικά ή ηθικά β) «εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» υπάρχει αδιέξοδο και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα* (πρβλ. πνέμα:… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»